κατασταγμός

κατασταγμός
κατασταγμός, ὁ (Α) [καταστάζω]
1. η καταρροή
2. φρ. «κατασταγμός ἀρτηρίας» — η τραχειίτιδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατασταγμούς — κατασταγμός running at the nose masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασταγμόν — κατασταγμός running at the nose masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”